Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σκεπάζομαι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σκεπάζομαι
ρήμα παθητικό

1 ammantarsi
2 chiudersi
3 coprirsi
4 ricoprirsi (vrifl)
5 rinvolgersi (vrifl)

permalink
‹ σκεμπές
σκεπάζω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σκελετωμένος [επίθ.]
σκελιαίος [επίθ.]
σκελίδα [θηλ.ουσ]
σκέλος {σκέλ-ους ...
σκεμπές {σκεμπέδες...
σκεπάζομαι [ρ. παθ.]
σκεπάζω {σκέπασ-α,...
σκέπασμα {σκεπάσμ-α...
σκεπασμένος [επίθ.]
σκεπαστή [θηλ.ουσ]
σκεπαστός [επίθ.]
σκέπαστρο {σκεπάστρ-...
σκέπη {σκεπών}
σκεπή [θηλ.ουσ]
σκεπτικισμός [ουσ αρσ ]
σκεπτικιστής [ουσ αρσ ]
σκεπτικιστικός [επίθ.]
σκεπτικός [επίθ.]
σκεπτικότητα [θηλ.ουσ]
σκέπτομαι {σκέφ-τηκα...


{{ID:SKEPAZOMAI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti