GrecoItaliano


σκι
ουσιαστικό ουδέτερο

sci (m pl)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πάω για σκι = andare a sciare || τα μπαστούνια του σκι = bastoncini [αρσ. πλυθ.] da sci || το περπατητό σκι = sci [αρσ.] da fondo || το θαλάσσιο σκι = sci [αρσ.] nautico



Sfoglia il dizionario




{{ID:SKI100}}
---CACHE---