Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σπιρουνίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σπιρουνίζω
ρήμα μεταβατικό

1 pungolare (vt)
2 spronare (vt)

permalink
‹ σπιρουνιά
σπιρούνισμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σπιούνος {χωρ. γεν....
σπιράλ [ουσ ουδ.]
σπιρίτσουαλς [ουσ ουδ πληθ.]
σπιρούνι {σπιρουν-ι...
σπιρουνιά [θηλ.ουσ]
σπιρουνίζω (σπιρούν-ι...
σπιρούνισμα [ουσ ουδ.]
σπιρτάδα {χωρ. πληθ...
σπίρτο [ουσ ουδ.]
σπιρτόζος [επίθ.]
σπιρτόκουτο [ουσ ουδ.]
σπίτι {σπιτ-ιού ...
σπιτικό [ουσ ουδ.]
σπιτικός [επίθ.]
σπιτίσιος [επίθ.]
σπιτονοικοκυρά [θηλ.ουσ]
σπιτονοικοκύρης {σπιτονοικ...
σπίτωμα [ουσ ουδ.]
σπιτωμένη [θηλ.ουσ]
σπλαγχνικός [επίθ.]


{{ID:SPIROYNIZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti