Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σπονδυλίτιδα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σπονδυλίτιδα
ουσιαστικό θηλυκό

spondilite

permalink
‹ σπονδυλικός
σπονδυλόζωο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σπολλάτη [επιφ.]
σπονδειακός [επίθ.]
σπονδή [θηλ.ουσ]
σπονδυλαρθρίτιδα [θηλ.ουσ]
σπονδυλικός [επίθ.]
σπονδυλίτιδα {χωρ. πληθ...
σπονδυλόζωο {σπονδυλοζ...
σπόνδυλος {σπονδύλ-ο...
Σπονδύλωμα [ουσ ουδ.]
σπονδύλωση {-ης κ. -ώ...
σπονδυλωτό [ουσ ουδ.]
σπονδυλωτός [επίθ.]
σπόνσορ [ουσ αρσ ]
σπορ [ουσ ουδ.]
σπορά {χωρ. πληθ...
Σποράδες [θηλ. ουσ πληθ.]
σποραδικά [επίρ.]
σποραδικός [επίθ.]
σποραδικότητα [θηλ.ουσ]
σπορέας {-είς, -έω...


{{ID:SPONDYLITIDA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti