Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στασιμότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 inattività
2 morta
3 ristagnamento
4 ristagno
5 stasi
6 battuta d'arresto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στάσιμος στατήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---