Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σταυρώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σταυρώνω
ρήμα μεταβατικό

1 crocifiggere
2 [τα χέρια] incrociare
3 [βασανίζω] tormentare

permalink
‹ σταυρώνομαι
σταύρωση ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σταυρώνω τα πόδια = accavallare le gambe



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σταυροφορία {σταυροφορ...
σταυροφόρος [επίθ.]
σταύρωμα [ουσ ουδ.]
σταυρωμένος [επίθ.]
σταυρώνομαι [ρ.]
σταυρώνω {σταύρω-σα...
σταύρωση {-ης κ. -ώ...
σταυρωτά [επίρ.]
σταυρωτής {-ές κ. -ή...
σταυρωτός [επίθ.]
σταφίδα [θηλ.ουσ]
σταφιδιάζω {σταφίδιασ...
σταφίδιασμα [ουσ ουδ.]
σταφιδιασμένος [επίθ.]
σταφιδόψωμο [ουσ ουδ.]
στάφνη [θηλ.ουσ]
σταφνίζω (στάφνισα)
στάφνισμα [ουσ ουδ.]
σταφυλή [θηλ.ουσ]
σταφύλι {σταφυλ-ιο...


{{ID:STAYRWNW100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti