Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στεγνωτήρας
ουσιαστικό αρσενικό

asciugatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στέγνωση στεγνωτήριο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο στεγνωτήρας μαλλιών = asciugacapelli [αρσ. άκλ.], phon [αρσ. άκλ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---