Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›στέριωμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

στέριωμα
ουσιαστικό ουδέτερο

rassodamento

permalink
‹ στεριανός
στεριώνω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στέρηση {-ης κ. -ή...
στερητικός [επίθ.]
στεριά [θηλ.ουσ]
στεριά! [επιφ.]
στεριανός [ουσ αρσ ]
στέριωμα [ουσ ουδ.]
στεριώνω (στερέ-ωσα...
στερκοχολίνη [θηλ.ουσ]
στερλίνα [θηλ.ουσ]
στέρνα {χωρ. γεν....
στερνικός [επίθ.]
στέρνο [ουσ ουδ.]
στερνογέννητο [ουσ ουδ.]
στερνοπαίδι {χωρ. γεν....
στερνοπούλι [ουσ ουδ.]
στερνός [επίθ.]
στέρξιμο [ουσ ουδ.]
στεροειδές [ουσ ουδ.]
στερόλη [θηλ.ουσ]
στερούμαι μππ. στερη...


{{ID:STERIWMA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti