Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›στήριξη

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

στήριξη
ουσιαστικό θηλυκό

1 armatura
2 controventatura
3 mantenimento
4 protezione
5 puntellamento
6 puntello
7 rincalzamento
8 rincalzata
9 rincalzatura
10 rincalzo
11 rinfiancamento
12 rinfianco
13 rinforzo
14 sostegno
15 spalleggiamento

permalink
‹ στηρικτικός
στήσιμο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στήριγμα {στηρίγμ-α...
στηριγμένος [επίθ.]
στηρίζομαι [ρ. παθ.]
στηρίζω {στήρι-ξα,...
στηρικτικός [επίθ.]
στήριξη {-ης κ. -ί...
στήσιμο {στησίμ-ατ...
στητός [επίθ.]
στιβάδα [θηλ.ουσ]
στιβάλι {στιβαλ-ιο...
στιβαρός [επίθ.]
στιβαρότητα [θηλ.ουσ]
στίβος [ουσ αρσ ]
στίγμα {στίγμ-ατο...
στίγματα [ουσ ουδ πληθ.]
στιγματίζομαι [ρ.]
στιγματίζω {στιγμάτισ...
στιγματικός [επίθ.]
στιγματισμένος [επίθ.]
στιγματισμός [ουσ αρσ ]


{{ID:STHRIXH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti