Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›στιλβωτής

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

στιλβωτής
ουσιαστικό αρσενικό

1 brunitore
2 laccatore
3 lucidatore
4 lustrascarpe
5 pulimentatore

permalink
‹ στίλβωση
στιλέτο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στίλβω {μόνο σε ε...
στίλβωμα [ουσ ουδ.]
στιλβωμένος [επίθ.]
στιλβώνω {στίλβω-σα...
στίλβωση [θηλ.ουσ]
στιλβωτής {στιλβωτρι...
στιλέτο [ουσ ουδ.]
στιλίστας [ουσ αρσ ]
στιλπνός [επίθ.]
στιλπνότητα [θηλ.ουσ]
στίμα [θηλ.ουσ]
στίμη [θηλ.ουσ]
στίξη {-ης κ. -ε...
στιφάδο [ουσ ουδ.]
στίφος {στίφ-ους ...
στιφρός [επίθ.]
στιχάκι [ουσ ουδ.]
στιχογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
στιχομυθία {στιχομυθι...
στιχοπλόκος [ουσ αρσ και θηλ.]


{{ID:STILBWTHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti