GrecoItaliano


στρατόπεδο
ουσιαστικό ουδέτερο

caserma

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το στρατόπεδο συγκεντρώσης = campo [αρσ.] di concentramento || το στρατόπεδο προσφύγων = campo [αρσ.] profughi



Sfoglia il dizionario




{{ID:STRATOPEDO100}}
---CACHE---