GrecoItaliano


στρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ricoprire
2 [καιρός] rasserenarsi

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


auto στρώνω το αυτοκίνητο = αυτοκίνητο essere in rodaggio || στρώνω το κρεβάτι = rifare il letto



Sfoglia il dizionario




{{ID:STRWNW100}}
---CACHE---