Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σύννους

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σύννους
επίθετο

1 cauto
2 meditabondo
3 oculato
4 pensieroso
5 pensoso
6 prudente
7 savio

permalink
‹ σύννομος
συννυφάδα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

συννεφιασμένος [επίθ.]
σύννεφο [ουσ ουδ.]
συννεφόκαμα {χωρ. γεν....
συννεφώδης [επίθ.]
σύννομος [επίθ.]
σύννους {-ου, -ουν...
συννυφάδα [θηλ.ουσ]
συνοδεία [θηλ.ουσ]
συνοδεύομαι [ρ.]
συνοδεύω {συνόδευ-σ...
συνοδοιπορία [θηλ.ουσ]
συνοδοιπόρος [ουσ αρσ και θηλ.]
σύνοδος {συνόδ-ου ...
συνοδός [ουσ αρσ και θηλ.]
συνοικέσιο {συνοικεσί...
συνοίκηση {-ης κ. -ή...
συνοικία {συνοικιών...
συνοικιακός [επίθ.]
συνοικίζω {συνοίκισα...
συνοικισμός [ουσ αρσ ]


{{ID:SYNNOYS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti