Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταπεινωμένος
επίθετο

1 abbacchiato
2 abbassato
3 avvilito
4 confuso
5 mogio
6 mortificato
7 scoraggiato
8 umiliato
9 a testa bassa
10 con la cresta abbassata
11 con le orecchie basse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ταπείνωμα ταπεινώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---