Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταραχοποιός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 agitatore
2 casinista
3 chiassone
4 disturbatore
5 piantagrane
6 polemista
7 rimestatore
8 turbatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ταραχή ταραχώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---