GrecoItaliano


τηλεόραση
ουσιαστικό θηλυκό

1 [τεχνή] televisione (f)
2 [συσκευή] televisore (m)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η συσκευή τηλεόρασης = televisore [αρσ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:THLEORASH100}}
---CACHE---