GrecoItaliano


τμήμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 [μέρος] parte
2 [τομέας] sezione (f)
3 [υπουργείου] dipartimento
4 [αστυνομίας] commissariato
5 [νοσοκομείου] reparto

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το μαϊευτικό τμήμα = reparto [αρσ.] maternità || το τμήμα ανάνηψης = reparto [αρσ.] rianimazione || το εκλογικό τμήμα = seggio [αρσ.] elettorale || το τμήμα άμεσης δράσης = squadra [θηλ.] mobile



Sfoglia il dizionario




{{ID:TMHMA100}}
---CACHE---