Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τράκο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τράκο
ουσιαστικό ουδέτερο

urto

permalink
‹ τρακατρούκα, τράκα τρούκα
τράκος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τράκα {χωρ. γεν....
τρακαδόρος {χωρ. γεν....
τρακάρισμα {τρακαρίσμ...
τρακάρω {τράκαρ-α ...
τρακατρούκα, τράκα τρούκα {χωρ. γεν....
τράκο [ουσ ουδ.]
τράκος [ουσ αρσ ]
τρακτέρ {άκλ.}
τραμ {άκλ.}
τραμουντάνα {χωρ. πληθ...
τράμπα {χωρ. γεν....
τραμπάκουλο [ουσ ουδ.]
τραμπάλα {χωρ. γεν....
τραμπαλίζομαι {τραμπαλίσ...
τραμπάλισμα [ουσ ουδ.]
τραμπολίνο [ουσ ουδ.]
τραμπουκισμός [ουσ αρσ ]
τραμπούκος [ουσ αρσ ]
τράνεμα [ουσ ουδ.]
τρανεύω {τράνεψα} ...


{{ID:TRAKO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti