GrecoItaliano


τρένο
ουσιαστικό ουδέτερο

treno

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το διαμέρισμα τρένου = scompartimento [αρσ.] || το απευθείας τρένο = treno [αρσ.] diretto || το φορτηγό τρένο = treno [αρσ.] merci



Sfoglia il dizionario




{{ID:TRENO100}}
---CACHE---