Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τσεκάρω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τσεκάρω
ρήμα μεταβατικό

1 contraddistinguere
2 controllare
3 contromarcare
4 frenare
5 provare (vt)
6 sindacare (vt)
7 soprassegnare (vt)

permalink
‹ τσεκάρισμα
τσεκουράκι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τσεβδίζω [ρ.αμτβ.]
τσέβδισμα [ουσ ουδ.]
τσεβδός [επίθ.]
τσεκ {άκλ.}
τσεκάρισμα [ουσ ουδ.]
τσεκάρω {τσεκάρισ-...
τσεκουράκι [ουσ ουδ.]
τσεκούρι {τσεκουρ-ι...
τσεκουριά [θηλ.ουσ]
τσεμπαλίστας {τσεμπαλισ...
τσεμπέρι [ουσ ουδ.]
τσεπάκι [ουσ ουδ.]
τσέπη {τσεπών}
τσεπώνω {τσέπω-σα,...
τσέτουλος [επίθ.]
Τσέχα [θηλ.ουσ]
Τσεχία [θηλ.ουσ]
τσεχικός [επίθ.]
τσέχικος [επίθ.]
Τσέχος [ουσ αρσ ]


{{ID:TSEKARW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti