Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τύφλωση
ουσιαστικό θηλυκό

1 abbacinamento
2 abbagliamento
3 abbarbagliamento
4 abbarbaglio
5 accecamento
6 accecatura
7 cecità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τυφλώνω τυφοειδής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---