Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τυμπανίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 bottalare
2 stamburare (vi)
3 tamburare
4 tambureggiare
5 tamburellare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τυμπανιαίος τυμπανίζων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---