Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τυποποιώ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τυποποιώ
ρήμα μεταβατικό

1 massificare (vt)
2 normalizzare
3 standardizzare (vt)
4 tipizzare
5 unificare

permalink
‹ τυποποίηση
τύπος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τυπολογία {τυπολογιώ...
τυπολογικός [επίθ.]
τυπομετρία [θηλ.ουσ]
τυποποιημένος [επίθ.]
τυποποίηση {-ης κ. -ή...
τυποποιώ {τυποποιεί...
τύπος [ουσ αρσ ]
τύπτω (μόνο στο ...
τύπωμα {τυπώμ-ατο...
τυπωμένος [επίθ.]
τυπώνομαι [ρ.]
τυπώνω {τύπω-σα, ...
τύπωση [θηλ.ουσ]
τυπωτής [ουσ αρσ ]
τυραννία [θηλ.ουσ]
τυραννίδα {χωρ. πληθ...
τυραννιέμαι παθ. αόρ. ...
τυραννικά [επίρ.]
τυραννικός [επίθ.]
τυράννισμα {τυραννίσμ...


{{ID:TYPOPOIW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti