GrecoItaliano


ώρα
ουσιαστικό θηλυκό

ora

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ώρα μεσημβρινού = fuso [αρσ.] orario || η ώρα δείπνου = ora [θηλ.] di cena || η ώρα γεύματος = ora [θηλ.] di pranzo || η ώρα αιχμής = ora [θηλ.] di punta || η θερινή ώρα = ora [θηλ.] legale || η τοπική ώρα = ora [θηλ.] locale || οι ώρες [f.] λειτουργίας = orario [αρσ.] di apertura || οι ώρες [f.] κλεισίματος [m.] = orario [αρσ.] di chiusura || οι ώρες [f.] αιχμής = ore [θηλ. πλυθ.] di punta || της ώρας = sul momento



Sfoglia il dizionario




{{ID:WRA100}}
---CACHE---