Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ώρα
ουσιαστικό θηλυκό

ora

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ωοτόκος ωραία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ώρα μεσημβρινού = fuso [αρσ.] orario || η ώρα δείπνου = ora [θηλ.] di cena || η ώρα γεύματος = ora [θηλ.] di pranzo || η ώρα αιχμής = ora [θηλ.] di punta || η θερινή ώρα = ora [θηλ.] legale || η τοπική ώρα = ora [θηλ.] locale || οι ώρες [f.] λειτουργίας = orario [αρσ.] di apertura || οι ώρες [f.] κλεισίματος [m.] = orario [αρσ.] di chiusura || οι ώρες [f.] αιχμής = ore [θηλ. πλυθ.] di punta || της ώρας = sul momento


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---