Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ξαφνίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ξαφνίζω
ρήμα

1 sorprendere (vt)
2 stupefare (vt)

permalink
‹ ξάφνιασμα
ξαφνικά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξαστόχημα [ουσ ουδ.]
ξαστοχώ {ξαστοχ-άς...
ξαφνιάζομαι [ρ. παθ.]
ξαφνιάζω {ξάφνιασ-α...
ξάφνιασμα [ουσ ουδ.]
ξαφνίζω (ξάφν-ισα,...
ξαφνικά [επίρ.]
ξαφνικός [επίθ.]
ξάφνισμα [ουσ ουδ.]
ξαφνισμός [ουσ αρσ ]
ξάφνου [επίρ.]
ξαφρίζω (ξάφρ-ισα,...
ξάφρισμα [ουσ ουδ.]
ξέβαμμα [ουσ ουδ.]
ξεβαμμένος [επίθ.]
ξεβάρω [ρ.]
ξεβάφω {ξέβα-ψα, ...
ξέβγα [ουσ ουδ.]
ξεβγάζω {ξέβγαλ-α,...
ξέβγαλμα [ουσ ουδ.]


{{ID:XAFNIZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti