Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ξαναμαγειρεύω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ξαναμαγειρεύω
ρήμα

1 ricuocere (vt)
2 rimpolpettare (vt)

permalink
‹ ξαναμαγειρεμένος
ξαναμαθαίνω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξανακυλώ [-άς, -ά] ...
ξαναλέγω {ξανάπα κ....
ξαναλέω [-ές] πρτ....
ξαναμαγείρεμα [ουσ ουδ.]
ξαναμαγειρεμένος [επίθ.]
ξαναμαγειρεύω [ρ.]
ξαναμαθαίνω [ρ.]
ξαναμάσημα [ουσ ουδ.]
ξαναμασώ [ρ.]
ξαναμεγάλωμα [ουσ ουδ.]
ξαναμεγαλώνω [ρ.]
ξαναμελέτημα [ουσ ουδ.]
ξαναμελετώ [ρ.]
ξαναμέτρημα [ουσ ουδ.]
ξαναμετρώ [ρ.]
ξαναμιλώ [-άς, -ά] ...
ξάναμμα {ξανάμμ-ατ...
ξαναμοντάρω [ρ.]
ξαναμπαίνω (ξαναμπήκα...
ξαναμπαρκάρω [ρ.]


{{ID:XANAMAGEIREYW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti