GrecoItaliano


ξένος
επίθετο

1 [αλλότριος] altrui
2 [αλλοδαπός] straniero
3 [άγνωστος] estraneo
4 [καλεσμένος] ospite

ξένος
ουσιαστικό αρσενικό

[καλεσμένος] ospite (m)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δωμάτιο των ξένων = stanza [θηλ.] degli ospiti



Sfoglia il dizionario




{{ID:XENOS100}}
---CACHE---