Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ξερακιανός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ξερακιανός
επίθετο

1 macilento
2 scarno
3 scarso
4 smilzo
5 magro spolpato

permalink
‹ ξεραίνω
ξεραμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξέρα {ξερών}
ξερά [επίρ.]
ξεραΐλα {χωρ. πληθ...
ξεραίνομαι [ρ. παθ.]
ξεραίνω {ξέρα-να, ...
ξερακιανός [επίθ.]
ξεραμένος [επίθ.]
ξέρασμα {ξεράσμ-ατ...
ξεριάς [ουσ αρσ ]
ξερίζωμα [ουσ ουδ.]
ξεριζωμένος [επίθ.]
ξεριζωμός [ουσ αρσ ]
ξεριζώνομαι [ρ.]
ξεριζώνω {ξερίζω-σα...
ξεριζώσιμος [επίθ.]
ξεριζωτής [ουσ αρσ ]
ξερικός [επίθ.]
ξερνώ {ξερνάς......
ξερόβηχας {χωρ. γεν....
ξεροκεφαλιά [θηλ.ουσ]


{{ID:XERAKIANOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti