Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξυριστικός
επίθετο

che rade

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξυρισμένος ξύση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ξυριστική μηχανή = rasoio [αρσ.] elettrico


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---