Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›υπάρχοντα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

υπάρχοντα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 averi
2 patrimonio
3 roba

permalink
‹ υπαρχηγός
υπάρχουν ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

υπαρξιακός [επίθ.]
υπαρξισμός {χωρ. πληθ...
υπαρξιστής [ουσ αρσ ]
υπάρχει [επίρ.]
υπαρχηγός [ουσ αρσ και θηλ.]
υπάρχοντα {υπαρχόντω...
υπάρχουν [ρ. απρ.]
υπάρχω {υπήρξα} Ρ...
υπάρχων [επίθ.]
υπασπιστής {κλητ. υπα...
υπαστυνόμος [ουσ αρσ ]
ύπατος {υπάτ-ου |...
υπέγγυος [επίθ.]
υπεγγυότητα [θηλ.ουσ]
υπέδαφος {υπεδάφους...
υπεζωκώς {υπεζωκότ-...
υπεισέρχομαι {υπεισήλθα...
υπεκμισθώνω {υπεκμίσθω...
υπεκμίσθωση [θηλ.ουσ]
υπεκμισθωτής {υπεκμισθω...


{{ID:YPARCONTA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti