GrecoItaliano


υπηρεσία
ουσιαστικό θηλυκό

1 servizio, funzione (f)
2 [προσωπικό] servitù

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η πυροσβεστική υπηρεσία = corpo [αρσ.] dei vigili del fuoco || η υπηρεσία διώξεως ναρκωτικών = nucleo [αρσ.] antidroga || οι υπηρεσίες [f.] πληροφοριών = servizi [αρσ. πλυθ.] segreti || η πολιτική υπηρεσία = servizio [αρσ.] civile



Sfoglia il dizionario




{{ID:YPHRESIA100}}
---CACHE---