ζαχαροπλάστης
ουσιαστικό αρσενικό
pasticcie`re ~m~
ζαχαροπλάστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]
ζαχαροπλάστισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]
ζαχαροπλάσταινα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]
ουσιαστικό αρσενικό
pasticcie`re ~m~
ζαχαροπλάστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]
ζαχαροπλάστισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]
ζαχαροπλάσταινα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]
permalink
ζαχαροπλάσταινα [θηλ.ουσ]
ζαχαροπλάστης {ζαχαροπλα...
ζαχαροπλάστισσα {δύσχρ. ζα...
ζαχαροπλάστρια {ζαχαροπλα...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
