GrecoItaliano


ζαχαροπλάστης  
ουσιαστικό αρσενικό

pasticcie`re ~m~

ζαχαροπλάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]

ζαχαροπλάστισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]

ζαχαροπλάσταινα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζαχαροπλάστης ^-η, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ZACAROPLASTHS100}}
---CACHE---