GrecoItaliano


ζαρκάδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

zoologia cerbia`tto ~m~

ζαρκάδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζαρκάδι ^-ου, ο^]

ζαλκάδι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ζαρκάδι]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δέρμα ζαρκαδιού = pelle [θηλ.] di daino



Sfoglia il dizionario




{{ID:ZARKADI100}}
---CACHE---