Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαλκάδι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ζαρκάδι]

ζαρκάδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζαρκάδι ^-ου, ο^]

ζαρκάδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

zoologia cerbia`tto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαλισμένος ζάλο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δέρμα ζαρκαδιού = pelle [θηλ.] di daino


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---