GrecoItaliano


ζευγάρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 paio ~m~ ένα ζευγάρι κάλτσες == un paio di calze
2 αντρόγυνο co`ppia ~f~ ένα ευτυχισμένo ζευγάρι == una coppia felice

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ένα ζευγάρι κάλτσες = un paio [αρσ.] di calze



Sfoglia il dizionario




{{ID:ZEYGARI100}}
---CACHE---