Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζούλα  
ουσιαστικό θηλυκό

furto ~m~, specialmente nella locuzione στη ζoύλα == sottobanco, furtivamente, in sordina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζουή ζουλάπι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---