Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωντάνια  
ουσιαστικό θηλυκό

vivacità ~f~, bri`o ~m~ η ζωντάνια τον παππού τους εκπλήσσει όλους == la vivacità del nonno stupisce tutti | περιγράφω με ζωντάνια μια σκηνή == descrivere una scena con vivacità / brio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωντανεύω ζωντανό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---