Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζύγωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

((popolare)) l'avvicinarsi ~m~, avviciname`nto ~m~ τo ζύγωμα της άνοιξης == l'avvicinamento della primavera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζυγοσταθμιστικός ζυγωματικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---