Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλεστικός [επίθ.] αλήθεια! [επιφ.]
αλέτρι {αλετρ-ιού... αληθεμένος [επίθ.]
αλετριβιδίο [ουσ ουδ.] αληθέστατος [επίθ.]
αλετρίζω {αλέτρισ-α... αληθέστερος [επίθ.]
αλέτρισμα [ουσ ουδ.] αληθεύει [ρ. απρ.]
αλετροπόδα {χωρ. γεν.... αληθεύω aor αλήθεψ...
αλετροπόδι [ουσ ουδ.] αληθής {αληθ-ούς ...
αλετροχέρα [θηλ.ουσ] αληθινά [επίρ.]
αλεύκαντος [επίθ.] αληθινός [επίθ.]
αλεύρι {αλευρ-ιού... αληθινότατος [επίθ.]
άλευρο {αλεύρου} αληθινότερος [επίθ.]
αλευρόμυλος [ουσ αρσ ] αληθινότητα [θηλ.ουσ]
αλευροποιημένος [επίθ.] αληθινώτατος [επίθ.]
αλευροποίηση [θηλ.ουσ] αληθινώτερος [επίθ.]
αλευροποιός [ουσ αρσ ] αληθοφάνεια {χωρ. πληθ...
αλευροποιώ {-εις...} ... αληθοφανέστατος [επίθ.]
αλευρώδης [επίθ.] αληθοφανέστερος [επίθ.]
αλεύρωμα {αλεωρί-ου... αληθοφανής {αληθοφαν-...
αλευρωμένος [επίθ.] αληθοφανώς [επίρ.]
αλευρώνομαι aor αλευρώ... αληθώς [επίρ.]
αλευρώνω {αλεύρω-σα... άληκτος [επίθ.]
αλευτέρωτος [επίθ.] αλησμονάω [ρ. μτβ.]
αληδόνα [θηλ.ουσ] αλησμονησιά [θηλ.ουσ]
αλήθεια {αλήθ-ειας... αλησμόνητος [επίθ.]
αλήθεια [επίρ.] αλησμονώ {αλησμον-ά...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: