Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απολυμαντικός [επίθ.] απολωλός {απολωλότ-...
απολυμασμένος [επίθ.] απολωλώς [επίθ.]
απολυμένος [επίθ.] απομαγνητίζω [ρ. μτβ.]
απολύνω (imper από... απομαγνήτιση [θηλ.ουσ]
απολύομαι Ρ αόρ. απέ... απομαγνητισμένος [επίθ.]
απολυόμενος [επίθ.] απομαγνητοφωνημένος [επίθ.]
απόλυση {-ης κ. -ύ... απομαγνητοφώνηση [θηλ.ουσ]
απολυσσάω aor απολύσ... απομαγνητοφωνώ [-είς, -εί...
απόλυτα [επίρ.] απομακραίνω ipf απομάκ...
απολυταρχία {απολυταρχ... απομακρένω ipf απομάκ...
απολυταρχικός [επίθ.] απόμακρος [επίθ.]
απολυταρχικός [ουσ αρσ ] απομακρύνομαι ipf απομακ...
απολυταρχισμός [ουσ αρσ ] απομακρυνόμενος [επίθ.]
απολυτήριο {απολυτηρί... απομάκρυνση {-ης κ. -ύ...
απολυτήριος [επίθ.] απομακρύνω (απομάκρ-υ...
απολυτίκιο {-ου κ. -ί... απομακρυσμένος [επίθ.]
απόλυτο {απολύτ-ου... απόμακτρο [ουσ ουδ.]
απόλυτον [ουσ ουδ.] απόμαχος [επίθ.]
απόλυτος [επίθ.] απομεινάρι [ουσ ουδ.]
απολυτός [επίθ.] απομεινάρια [θηλ.ουσ]
απολυτρωμένος [επίθ.] απομένω (απόμεινα)...
απολυτρώνω (απολύτρ-ω... απόμερος [επίθ.]
απολύτρωση {-ης κ. -ώ... απομεσήμερο [ουσ ουδ.]
απολύτως [επίρ.] απομίμηση {-ης κ. -ή...
απολύω (απέλ-υσα,... απομιμούμαι (απομιμήθη...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: