Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αρριβίστας [ουσ αρσ ] αρσιβαρίστρια {αρσιβαρι-...
αρριβιστής [ουσ αρσ ] αρσινίκιν [ουσ ουδ.]
αρριβιστικός [επίθ.] άρσις [θηλ.ουσ]
αρρυθμία {αρρυθμιών... Άρτα {-ας κ. (λ...
αρρύθμιστος [επίθ.] αρταίνομαι aor αρτύστ...
άρρυθμος [επίθ.] αρταίνω {άρτυ-σα, ...
αρρωσταίνω {αρρώστη-σ... αρτάνα [θηλ.ουσ]
αρρωστάω [ρ. μτβ.] αρτέμων {αρτέμ-ονο...
αρρώστεια [θηλ.ουσ] αρτεμών [ουσ αρσ ]
αρρωστεμένος [επίθ.] αρτεργάτρια {αρτεργατρ...
αρρωστεμένος [ουσ αρσ ] αρτεσιανό {αρτεσιανο...
αρρωστημένος [επίθ.] αρτεσιανός [επίθ.]
αρρώστια, (raro) αρρωστιά {χωρ. γεν.... Αρτζιαντέρα [θηλ.ουσ]
αρρωστιάρης {αρρωστιάρ... αρτηρία {αρτηριών}
αρρωστιάρικος [επίθ.] αρτηριακός [επίθ.]
άρρωστος [επίθ.] αρτηριεκτομή [θηλ.ουσ]
άρρωστος {-ου κ. -ώ... αρτηριίτιδα [θηλ.ουσ]
αρσενικό (χωρίς πλη... αρτηριοσκλήρωση {-ης κ. -ώ...
αρσενικοθήλυκος [επίθ.] αρτηριοσκληρωτικός [επίθ.]
αρσενικός [επίθ.] αρτηρίτιδα [θηλ.ουσ]
αρσενικός [ουσ αρσ ] άρτι [επίρ.]
αρσενικούχος [επίθ.] αρτιγέννητος [επίθ.]
αρσενοκοίτης {αρσενοκοι... αρτιλερία [θηλ.ουσ]
άρση {-ης κ. -ε... αρτιμελής {αρτιμελ-ο...
αρσιβαρίστας {αρσιβαρισ... αρτιμώνιν [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: