Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αστειολογώ {αστειολογ... αστέριωτος [επίθ.]
αστείος [επίθ.] αστεροειδής [ουσ αρσ ]
αστειότατος [επίθ.] αστερόεσσα [θηλ.ουσ]
αστειότερος [επίθ.] αστεροσκοπείο [ουσ ουδ.]
αστειότητα {χωρ. πληθ... άστερχτος [επίθ.]
αστείρευτος [επίθ.] αστή [θηλ.ουσ]
αστεϊσμός [ουσ αρσ ] αστήθι [ουσ ουδ.]
αστένακτος [επίθ.] αστήρ {αστέρ-ος,...
αστένεια [θηλ.ουσ] αστήρικτα [επίρ.]
αστενειάρης [επίθ.] αστήρικτος [επίθ.]
αστενής [επίθ.] αστίατρος [ουσ αρσ και θηλ.]
αστενίζω ipf ασθένι... αστιγματικός [επίθ.]
αστενικά [επίρ.] αστιγματισμός [ουσ αρσ ]
αστενικός [επίθ.] αστιγμάτιστος [επίθ.]
αστενικός [ουσ αρσ ] αστικοποιημένος [επίθ.]
αστενισμένος [επίθ.] αστικοποίηση {-ης κ. -ή...
άστε-ντούα-ου [επίρ.] αστικοποιούμαι [ρ. παθ.]
αστεντούε [επίρ.] αστικοποιώ [ρ. μτβ.]
αστενώ ασθενεί, i... αστικός [επίθ.]
αστέρας [ουσ αρσ ] άστικτος [επίθ.]
αστερέωτος [επίθ.] αστίλβωτος [επίθ.]
αστέρι [ουσ ουδ.] αστοί [ουσ αρσ πληθ.]
αστερίας {αστεριών} αστοίβαστος [επίθ.]
αστερίσκος [ουσ αρσ ] αστοιχείωτος [επίθ.]
αστερισμός [ουσ αρσ ] αστόλιστος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: