Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αστόμωτος [επίθ.] αστραποβολάω [ρ.αμτβ.]
αστοργότατος [επίθ.] αστραποβόλημα [ουσ ουδ.]
αστοργότερος [επίθ.] αστραπόβολος [ουσ αρσ ]
αστός [ουσ αρσ ] αστραποβόλος [επίθ.]
αστουντούα [επίρ.] αστραποβολώ {αστραποβο...
Αστούριες [θηλ. ουσ πληθ.] αστραπόβροντο [ουσ ουδ.]
άστοχα [επίρ.] αστραποκαημένος [επίθ.]
αστοχασιά [θηλ.ουσ] αστραποφεγγιά [θηλ.ουσ]
αστόχαστα [επίρ.] αστραπόφεγγο [ουσ ουδ.]
αστόχαστος [επίθ.] αστράπτω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
αστόχημα {αστοχήμ-α... αστράτευτος [επίθ.]
αστοχημένος [επίθ.] αστραφτερός [επίθ.]
αστοχία {αστοχιών ... αστραφτερότατος [επίθ.]
άστοχος [επίθ.] αστραφτερότερος [επίθ.]
αστοχώ {αστοχείς.... αστράφτω {άστραψα} ...
αστράβω ipf άστραφ... αστράφτω {άστραψα} ...
αστραγαλοκνημιαίος [επίθ.] αστραχιά [θηλ.ουσ]
αστράγαλος {αστραγάλ-... αστραψά [θηλ.ουσ]
αστράγγιχτος [επίθ.] αστραψιά [θηλ.ουσ]
αστρακάν [ουσ ουδ.] άστρεγος [επίθ.]
άστραμμα [ουσ ουδ.] αστρέχα [θηλ.ουσ]
αστραπή [θηλ.ουσ] αστρεχιά [θηλ.ουσ]
αστραπηβόλος [επίθ.] άστρεχτος [επίθ.]
αστραπιαία [επίρ.] αστρί {χωρ. γεν....
αστραπιαίος [επίθ.] αστρικό [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: