Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βεβαιώσιμος [επίθ.] βελοειδής {βελοειδ-ο...
βεβαιωτικός [επίθ.] βελόνα {βελονών}
βεβαρημένος [επίθ.] βελονάκι {χωρ. γεν....
βέβηλος [επίθ.] βελόνι {βελον-ιού...
βεβηλωμένος [επίθ.] βελονιά [θηλ.ουσ]
βεβηλώνω {βεβήλω-σα... βελονιάζω {βελόνιασ-...
βεβήλωση {-ης κ. -ώ... βελόνιασμα [ουσ ουδ.]
βεβηλωτής [ουσ αρσ ] βελονιασμένος [επίθ.]
βεβιασμένος [επίθ.] βελονισμός {χωρ. πληθ...
βεγγαλικά [ουσ ουδ πληθ.] βελονοειδής {βελονοειδ...
βεδουίνα [θηλ.ουσ] βελονοθεραπεία {βελονοθερ...
βεδουΐνος [ουσ αρσ ] βελονοθεραπευτής [ουσ αρσ ]
βεζίρης {βεζίρηδες... βέλος {βέλ-ους |...
Βεζούβιος [κύρ.όν. αρσ.] βελουδένιος [επίθ.]
βελάζω {βέλασα} βελούδινος [επίθ.]
βελανίδι [ουσ ουδ.] βελούδο [ουσ ουδ.]
βελανιδιά [θηλ.ουσ] βελούχι {βελουχ-ιο...
βέλασμα [ουσ ουδ.] βελτιστοποίηση {-ης κ. -ή...
Βελγίδα [θηλ.ουσ] βελτιστοποιώ {βελτιστοπ...
Βέλγιο [nome pr. nt.] βέλτιστος [επίθ.]
Βέλγος [ουσ αρσ ] βελτιωμένος [επίθ.]
βελέντζα {χωρ. γεν.... βελτιώνομαι [ρ. παθ.]
βελζεβούλης [ουσ αρσ ] βελτιώνω {βελτίω-σα...
βεληνεκές {βεληνεκ-ο... βελτιώσεις [θηλ. ουσ πληθ.]
βέλο [ουσ ουδ.] βελτίωση {-ης κ. -ώ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: