Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ένας [άρθ.] ένδεκα [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
ένας [ απόλ. αριθμ. επίθ.] ενδεκάγωνο [ουσ ουδ.]
ένας [αόρ. αντων.] ενδεκάδα [θηλ.ουσ]
ενάσκηση [θηλ.ουσ] ενδεκαετής [επίθ.]
ενασκούμαι [ρ. παθ.] ενδεκαπλασιάζομαι [ρ. παθ.]
ενασκώ {ενασκείς.... ενδεκασύλλαβος [ουσ αρσ ]
έναστρος [επίθ.] ενδέκατος {ενδεκάτου...
ενασχόληση {-ης κ. -ή... ενδεκάχρονος [επίθ.]
ενασχολούμαι [-είσαι, -... ενδελεχέστατος [επίθ.]
ενατενίζω (ενατένισα... ενδελεχέστατος [επίθ.]
ένατος {ενάτου} ενδελεχέστερος [επίθ.]
έναυση {-ης κ. -α... ενδελεχέστερος [επίθ.]
έναυσμα {εναύσμ-ατ... ενδελεχής {ενδελεχ-ο...
ενδεδειγμένος [επίθ.] ενδελεχώς [ουσ αρσ ]
ενδεέστατος [επίθ.] ενδέχεται [ρ. απρ.]
ενδεέστερος [επίθ.] ενδεχόμενο {ενδεχομέν...
ενδεής {ενδε-ούς ... ενδεχόμενος [επίθ.]
ένδεια {ένδ-ειας ... ενδεχομένως [επίρ.]
ενδείκνυμαι {ενδείκνυ-... ενδημία {χωρ. πληθ...
ενδείκνυται {ενδείκνυ-... ενδημικός [επίθ.]
ενδείκτης [ουσ αρσ ] ενδημικότητα [θηλ.ουσ]
ενδεικτικά [επίρ.] ενδημισμός [ουσ αρσ ]
ενδεικτικό [ουσ ουδ.] ενδημώ {ενδημείς....
ενδεικτικός [επίθ.] ενδιάθετος [επίθ.]
ένδειξη {-ης κ. -ε... ενδιαίτημα {ενδιαιτήμ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: