Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξουσία, εξουσιά {εξουσιών} εξοχικός [επίθ.]
εξουσιάζομαι [ρ. παθ.] έξοχος [επίθ.]
εξουσιάζω {εξουσίασα... εξοχοτάτη η (χωρίς π...
εξουσιαστής [ουσ αρσ ] εξοχότατος [επίθ.]
εξουσιαστικός [επίθ.] Εξοχότατος ο (χωρίς π...
εξουσιάστρα [θηλ.ουσ] εξοχότερος [επίθ.]
εξουσιάστρια [θηλ.ουσ] εξοχότητα {εξοχοτήτω...
εξουσιοδοτημένος [επίθ.] εξοχώτατος [επίθ.]
εξουσιοδότηση {-ης κ. -ή... εξοχώτερος [επίθ.]
εξουσιοδοτικός [επίθ.] εξπέρ [επίθ.]
εξουσιοδοτούμαι [ρ. παθ.] εξπρές [ουσ ουδ.]
εξουσιοδοτώ [-είς, -εί... εξπρές [επίρ.]
εξοφθαλμία [θηλ.ουσ] εξπρεσιονισμός {χωρ. πληθ...
εξόφθαλμος [επίθ.] εξπρεσιονιστής [ουσ αρσ ]
εξοφληθείς [επίθ.] εξπρεσιονιστικός [επίθ.]
εξοφλημένος [επίθ.] εξπρεσιονίστρια [θηλ.ουσ]
εξόφληση {-ης κ. -ή... έξτρα, εξτρά {άκλ.}
εξοφλητέος [επίθ.] έξτρα, εξτρά [ουσ ουδ πληθ.]
εξοφλητικό [ουσ ουδ.] έξτρα, εξτρά [επίρ.]
εξοφλητικός [επίθ.] εξτραφόρ [ουσ ουδ.]
εξοφλούμαι [ρ. παθ.] εξτρεμισμός [ουσ αρσ ]
εξοφλώ {εξοφλείς.... εξτρεμιστής [ουσ αρσ ]
έξοχα [επίρ.] εξτρεμιστικός [επίθ.]
εξοχή [θηλ.ουσ] εξτρεμίστρια [θηλ.ουσ]
εξοχικό [ουσ ουδ.] εξυβρίζομαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: