Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Κοιλεντερωτά [ουσ ουδ πληθ.] κοιμισμένος [επίθ.]
κοιλία [θηλ.ουσ] κοιμούμαι [-άσαι, -ά...
κοιλιά {κοιλιών} κοιμώμενος [επίθ.]
κοιλιακά [ουσ ουδ πληθ.] κοινά [επίρ.]
κοιλιακός [επίθ.] κοινή [θηλ.ουσ]
κοιλιάντερα [ουσ ουδ πληθ.] κοινό το (χωρίς ...
κοιλιόδουλος [επίθ.] κοινοβιακός [επίθ.]
κοιλιόντερα [ουσ ουδ πληθ.] κοινόβιο {κοινοβί-ο...
κοίλο [ουσ ουδ.] κοινοβουλευτικός [επίθ.]
κοιλοπονάω [ρ. παθ.] κοινοβουλευτισμός [ουσ αρσ ]
κοιλόπονος [ουσ αρσ ] κοινοβούλιο [ουσ ουδ.]
κοιλοπονώ {κοιλοπονά... κοινοκτημοσύνη {χωρ. πληθ...
κοιλοπρήστης [ουσ αρσ ] κοινολογημένος [επίθ.]
κοίλος [επίθ.] κοινολόγηση [θηλ.ουσ]
κοιλότητα {κοιλοτήτω... κοινολογώ {κοινολογε...
κοίλωμα {κοιλώματο... κοινοποιημένος [επίθ.]
κοιμάμαι [-άσαι, -ά... κοινοποίηση {-ης κ. -ή...
κοιμάσαι? [επιφ.] κοινοποιώ {κοινοποιε...
κοιμηντήριον [ουσ ουδ.] κοινοπολιτεία {κοινοπολι...
κοίμηση {-ης κ. -ή... κοινοπραξία {κοινοπραξ...
κοιμητάτον [ουσ ουδ.] κοινός [επίθ.]
κοιμητήρι [ουσ ουδ.] κοινοτάρχης {κοινοταρχ...
κοιμητήριο {κοιμητηρί... κοινοτάρχισσα [θηλ.ουσ]
κοιμίζω {κοίμισ-α,... κοι§νό§τα§τος [επίθ.]
κοιμισιό [ουσ ουδ.] κοι§νό§τε§ρος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: