Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λιθόστρωτος [επίθ.] λιμαδόρος [ουσ αρσ ]
λιθόσφαιρα [θηλ.ουσ] λιμάνι {λιμαν-ιού...
λιθοτομία {λιθοτομιώ... λιμανιάτικα [ουσ ουδ πληθ.]
λιθοτόμος [επίθ.] λιμανιάτικος [επίθ.]
λιθοτριψία {λιθοτριψι... λιμαντικός [επίθ.]
Λιθουανή [θηλ.ουσ] λίμαργος [επίθ.]
Λιθουανία [κύρ.όν. θηλ.] λιμάρης {λιμάρηδες...
λιθουανικός [επίθ.] λιμάρισμα [ουσ ουδ.]
Λιθουανός [ουσ αρσ ] λιμαρισμένος [επίθ.]
λιθόφυτο [ουσ ουδ.] λιμάρω {λιμάρισ-α...
λιθόχτιστος [επίθ.] λίμασμα [ουσ ουδ.]
λικέρ [ουσ ουδ.] λιμασμένος [επίθ.]
λικνίζομαι [ρ. παθ.] λιμάσσω [ρ.αμτβ.]
λικνίζω {λίκνισ-α,... λιμενάρι [ουσ ουδ.]
λίκνισμα {λικνίσμ-α... λιμεναρχείο [ουσ ουδ.]
λικνισμένος [επίθ.] λιμενάρχης {λιμεναρχώ...
λικνιστικός [επίθ.] λιμένας [ουσ ουδ.]
λίκνο [ουσ ουδ.] λιμενεργάτης {λιμενεργα...
λικτινέντος [ουσ αρσ ] λιμενικός (-ή, -ό)
λιλά [επίθ.] λιμενοβραχίονας {λιμενοβρα...
λιλιά [ουσ ουδ πληθ.] λιμενοφύλακας {λιμενοφυλ...
λιλιπούτειος [επίθ.] λιμεώνας [ουσ αρσ ]
λιλούδι [ουσ ουδ.] λιμήν [ουσ αρσ ]
λίμα {1} {λιμών} λιμιών [ουσ αρσ ]
λίμα {2} {λιμών} λιμιώνας [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: