Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιλούδι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λουλούδι]

λουλούδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

fio`re ~m~ η αμυγδαλιά έβγαλε, γέμισε λουλoύδια == il mandorlo è fiorito

λούλουδο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante popolare di [λουλούδι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιλιπούτειος λίμα {1}  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---