Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λιχνισμένος [επίθ.] λοβοτομία [θηλ.ουσ]
λιχνιστής [ουσ αρσ ] λοβώδης [επίθ.]
λίχνος [επίθ.] λοβωτός [επίθ.]
λιχνώ [ρ.] λογάρι {λογαρ-ιού...
λιχουδεύομαι [ρ. παθ.] λογαριάζομαι [ρ. παθ.]
λιχούδης [επίθ.] λογαριάζω (λογάρ-ιασ...
λιχουδιά [θηλ.ουσ] λογάριασμα [ουσ ουδ.]
λιχουδιές [θηλ. ουσ πληθ.] λογαριασμένος [επίθ.]
λιχούσα [θηλ.ουσ] λογαριασμοί [ουσ αρσ πληθ.]
λιώμα [ουσ ουδ.] λογαριασμός [ουσ αρσ ]
λιωμένος [επίθ.] λογαριθμικός [επίθ.]
λιώνω μππ. λιωμέ... λογάριθμος {λογαρίθμ-...
λιώνω μππ. λιωμέ... λογαρισμός [ουσ αρσ ]
λιώνων [επίθ.] λογάς [επίθ.]
λιώσιμο [ουσ ουδ.] λογάς {λογάδες}
λοβεκτομή [θηλ.ουσ] Λογγοβάρδοι [ουσ αρσ πληθ.]
λοβιακός [επίθ.] λογής [θηλ.ουσ]
λοβίδιο [ουσ ουδ.] λόγια {χωρ. γεν....
λοβίο [ουσ ουδ.] λογιάζομαι [ρ. παθ.]
λοβιοειδής [επίθ.] λογιέμαι [ρ. παθ.]
λοβιτούρα {χωρ. γεν.... λογιζόμενος [επίθ.]
λοβιτουρατζής [ουσ αρσ ] λογικά [επίρ.]
λοβιώδης [επίθ.] λογικευμένος [επίθ.]
λοβός [ουσ αρσ ] λογικεύομαι {λογικεύ-θ...
λοβοτομή [θηλ.ουσ] λογική {πληθ. μόν...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: