Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μοσχοβίτικος [επίθ.] μοτοσυκλέτα [θηλ.ουσ]
μοσχοβόλημα [ουσ ουδ.] μοτοσυκλετισμός [ουσ αρσ ]
μοσχοβολιά [θηλ.ουσ] μου [επίθ.]
μοσχοβόλος [επίθ.] μουαρέ [ουσ ουδ.]
μοσχοβολώ {μοσχοβολά... μουβιόλα {χωρ. γεν....
μοσχοκάρυδο [ουσ ουδ.] μούγγος [επίθ.]
μοσχολίβανο [ουσ ουδ.] μουγκαίνομαι [ρ.]
μοσχομυρίζω {μοσχομύρι... μουγκαμάρα [θηλ.ουσ]
μοσχομυρισμένος [επίθ.] μουγκανητό [ουσ ουδ.]
μοσχοπόντικας [ουσ αρσ ] μουγκανίζω [ρ.]
μόσχος [ουσ αρσ ] μουγκός [επίθ.]
μοσχοστάφυλο [ουσ ουδ.] μουγκρητό [ουσ ουδ.]
μοτέλ [ουσ ουδ.] μουγκρί [ουσ ουδ.]
μοτέρ [ουσ ουδ.] μουγκρίζω (μούγκρισα...
μοτέτο [ουσ ουδ.] μούγκρισμα [ουσ ουδ.]
μοτίβο [ουσ ουδ.] μούδα [θηλ.ουσ]
μότο [ουσ ουδ.] μουδάρω [ρ.]
μότο–κρος [ουσ ουδ.] μουδιάζω {μούδιασ-α...
μοτοποδήλατο {μοτοποδηλ... μούδιασμα [ουσ ουδ.]
μότορσιπ [ουσ ουδ.] μουδιασμένα [επίρ.]
μοτοσακό [ουσ ουδ.] μουδιασμένος [επίθ.]
μοτοσικλέτα {μοτοσυκλε... μουεζίνης {μουεζίνηδ...
μοτοσικλετιστής {μοτοσυκλε... μουζίκος [ουσ αρσ ]
Μοτοσικλετιστικός [επίθ.] μουλαράς {μουλαράδε...
μοτοσκάφος [ουσ αρσ ] μουλάρι {μουλαρ-ιο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: